- Ἀχαικῶν
- Ἀχαϊκῶν , Ἀχαϊκόςfem gen plἈχαϊκῶν , Ἀχαϊκόςmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πάτρα — Πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Αχαΐας της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας. Ο δήμος Πατρέων περιλαμβάνει, εκτός από τον ομώνυμο δήμο, και τις κοινότητες Ελικίστρας, Μοίρας και Σουλίου. Τρίτη πόλη της Ελλάδας από άποψη πληθυσμού, μετά την… … Dictionary of Greek
Αίγιο — Παραλιακή πόλη (υψόμ. 60 μ., 21.061 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αιγιαλείας του νομού Αχαΐας. Το Α. είναι χτισμένο στην ακτή του Κορινθιακού, σε περιοχή σεισμογενή. Αποτελεί έδρα του δήμου Αιγίου (βλ. λ. Αιγίου, δήμος). Βρίσκεται στην πεδινή λωρίδα… … Dictionary of Greek
Καλυδών — I Μυθολογικό πρόσωπο. Αναφέρεται ως η ηρωίδα που έδωσε το όνομά της στο δάσος με τις βελανιδιές της ομώνυμης αρχαίας αιτωλικής πόλης. Σύμφωνα με την παράδοση, παρακολούθησε τον αγώνα του Ηρακλή με τον Αχελώο φορώντας στο κεφάλι στεφάνι από κλαδί… … Dictionary of Greek
παμφυλιακή διάλεκτος — Η διάλεκτος της αρχαίας Π., κράμα αρχαϊκών και δωρικών λέξεων καθώς και βαρβαρικών της Μικράς Ασίας. Πολλοί γλωσσολόγοι την εντάσσουν στην ομάδα των αχαϊκών διαλέκτων, στην οποία ανήκε και η αρχαία αρκαδική και η κυπριακή. Άλλοι πάλι τη θεωρούν… … Dictionary of Greek